- Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί
- (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που συμπεριέλαβε αργότερα στις Ωδές και μπαλάντες (1826)– και παντρεύτηκε την Αντέλ Φουσέ. Το ζευγάρι αρχικά έζησε φτωχικά, αλλά αυτό στάθηκε ακόμα ένα κέντρισμα για τη θέληση και την εργατικότητα του νεαρού Ο., που εξέδωσε τώρα τα πρώτα του μυθιστορήματα, Xαv της Ισλανδίας (1823) και Μπούγκ-Ζαργκάλ (1826). Ακολούθησαν Η τελευταία μέρα ενός κατάδικου (1829) που καθρεφτίζει την εξέλιξη του από μοναρχικές, νομιμόφρονες θέσεις στο φιλελευθερισμό. Στην ίδια περίοδο εκδόθηκαν Τα Ανατολικά, η πρώτη του ποιητική συλλογή ρομαντικής έμπνευσης.
Ο Ο. δόθηκε με όλη του την ψυχή στο καινούριο κίνημα, με τους στίχους που δημοσίευσε μεταξύ 1831 και 1840, με το μυθιστόρημα Η Παναγία του Παρισιού (1831) –γραφικό φόρο τιμής σε έναν υποβλητικό και ιδιόρρυθμο Μεσαίωνα, όπως τον ήθελε η ρομαντική μόδα της εποχής– αλλά κυρίως με το θέατρο. Οι ιδέες του εκτίθενται με τη μορφή μανιφέστου, στον περίφημο Πρόλογο στον Κρόμβελ (1827), ένα δράμα που σχεδόν είναι αδύνατο να παιχτεί: όπως και οι άλλοι θεωρητικοί του ρομαντικού θεάτρου (από τον Σλέγκελ έως τον Σταντάλ και τον Μαντζόνι), ο Ο. επέκρινε σε αυτό τη δουλική υπακοή στα αριστοτελικά σχήματα, εκθείαζε το δράμα και την ανάμειξη σοβαρών και φαρσικών στοιχείων, αντιπαρέθετε το παράδειγμα του Σαίξπηρ και του Σίλερ στον κλασικισμό του Ρακίνα και του Βολτέρου, πρότεινε μια πιο ελεύθερη χρήση του στίχου. Όσο για τον εαυτό του, υποσχόταν να δημιουργήσει ένα θέατρο ιστορικό στην έμπνευση και επικό στην πνοή. Ο Ερνάνης (1830) είναι το πρώτο σημαντικό δράμα που ανέβηκε στο θέατρο. Η θρυλική «μάχη του Ερνάνη», που έφερε αντιμέτωπους επί 45 βραδιές στη σειρά τους νεαρούς ρομαντικούς και τους υποστηρικτές της παράδοσης, έληξε με επιτυχία. Σε αυτό και στα επόμενα δράματα του σε στίχους (για την Comedie-Francaise) ή σε πεζό λόγο –από τη Μαριόν Ντελόρμ (1831) έως το Ο βασιλιάς διασκεδάζει (1832), τη Λουκρητία Βοργία, τη Μαρία Τυδώρ (1883), τον Άγγελο (1835), το Ρουί Μπλας (1838), που θεωρείται το καλύτερο του, το Les Burgraves, (1843)– ο Ο. συνέθσε περιπέτειες και πρόβαλε ψυχολογικές αντιθέσεις (αρκεί να σκεφτούμε το έργο του Ο βασιλιάς διασκεδάζει και τον τύπο του γελωτοποιού Τριμπουλέ –από τον οποίο εμπνεύστηκε ο Βέρντι το Ριγκολέτο του– με την τερατώδη όψη και την ευγενική ψυχή, σε φόντο με έντονο ιστορικό και τοπικό χρώμα, σε μια θεατρική γλώσσα στοιχειώδη και σχεδόν απλοϊκή (θυμίζει τα λαϊκά μελοδράματα) αλλά φλογερά εύγλωττη.
Με το θέατρο ο Ο. έγινε γνωστός ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του ρομαντισμού στη Γαλλία. Η επιτυχία του είχε και οικονομικά επίσης οφέλη. Το 1838 μπόρεσε να υπογράψει το πρώτο συμβόλαιο για τα εκδοτικά δικαιώματα των Απάντων του. Το 1841 έγινε δεκτός στην Ακαδημία, ενώ το 1845 ο Λουδοβίκος Φίλιππος τον ονόμασε ομότιμο (Pair) της Γαλλίας. Αλλά και η ιδιωτική του ζωή εκείνα τα χρόνια δεν ήταν λιγότερο έντονη: όταν ανακάλυψε τη σχέση της γυναίκας του με τον φίλο του Σαιντ-Μπεβ, ο Ο. συνδέθηκε με την ηθοποιό Ζυλιέτ Ντρουέ που τον αγάπησε και του έμεινε πιστή για πενήντα χρόνια, παρά τον ολοένα και πιο πληθωρικό και ακατάστατο χαρακτήρα της συναισθηματικής συμπεριφοράς του. Αλλά και πολλά οικογενειακά πένθη ήρθαν να ταράξουν τη ζωή του: το πιο φρικτό ήταν ο θάνατος της κόρης του Λεοπολντίν από πνιγμό, το 1843.
Το 1848 εξελέγη βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος της Συνταγματικής και, αργότερα, της Νομοθετικής Συνέλευσης. Ήρθε όμως σε σύγκρουση με τη δεξιά, όταν τα γεγονότα του Φεβρουάριου και του Ιουνίου ξύπνησαν μέσα του τον πόθο να «εξαλείψει την αθλιότητα» των εργαζόμενων τάξεων, κυρίως μετά την «κατάπνιξη» της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Υποστηρικτής, στην αρχή, του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδηλώθηκε κατά της απειλής του πραξικοπήματος και όταν αυτό πραγματοποιήθηκε απελάθηκε από τη Γαλλία (1852) και αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο Βέλγιο και ύστερα στο νησί Τζέρζυ (αργότερα στο Γκέρνζυ) στη Μάγχη. Από την εξορία αγωνίστηκε θαρραλέα δεκαοχτώ χρόνια ως φιλελεύθερος και δημοκρατικός αγωνιστής εναντίον της εξουσίας του Ναπολέοντα Γ’ –όπως δείχνουν καθαρά ο λίβελος Ναπολέων ο Μικρός (1852) και η συλλογή ποιημάτων Οι τιμωρίες (1853)– αρνούμενος τη δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα που του προσέφερε μια αμνηστία που του δόθηκε.
Αυτή η περίοδος υπήρξε και η πιο έντονα δημιουργική της ζωής του ως μυθιστοριογράφου και ποιητή. Οι ενατενίσεις (1856) και Ο θρύλος των αιώνων (1859, B’ μέρος 1877-78, Γ’ μέρος 1883) –πλατιά και σύνθετη εποποιία της παγκόσμιας ιστορίας- θεωρούνται από τις πιο εμπνευσμένες ποιητικές του συλλογές. Το 1862 κυκλοφορήσαν Οι άθλιοι, το μεγάλο μυθιστόρημα που δούλευε από δεκαπέντε και περισσότερα χρόνια: έργο γεμάτο αδυναμίες, με την εμφαντική μεγαλοπρέπεια της δομής του, την εύκολη εγκατάλειψη στα καλά αισθήματα και στις μεθόδους των επιφυλλίδων, με μια στάση στην ουσία δασκαλίστικη και πατερναλιστική (ξένο συνεπώς προς τη λογοτεχνική γραμμή που επικρατούσε στο γαλλικό μυθιστόρημα το 19o αι.), έργο όμως που έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ακολούθησαν Οι εργάτες της θάλασσας (1866), Ο άνθρωπος που γελά (1869) και μετά την εξορία Το ενενήντα τρία (1874). Όταν γύρισε στην πατρίδα του, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο Ο. χρειάστηκε να δώσει ακόμα σκληρές πολιτικές μάχες: το 1871 παραιτήθηκε από βουλευτής· η βοήθεια του προς τους κομμουνάρους, θύματα των διωγμών, αποτέλεσε την αιτία της απέλασής του από το Βέλγιο. Πάντα πιο θερμή όμως γινόταν η εκτίμηση που τον περιέβαλλε στην πατρίδα του, ενώ δεν σταματούσε να εκδίδει, σχεδόν κάθε χρόνο, καινούργια έργα διαφόρων ειδών και συνέχιζε να γράφει χιλιάδες στίχους. Όταν πέθανε, κηδεύτηκε επίσημα με δαπάνες του κράτους.
Από το πυκνό πλήθος των έργων του που είδαν το φως αμέσως μετά τον θάνατό του (πολυάριθμα άλλα ανέκδοτα έργα του ανακαλύφτηκαν και δημοσιεύτηκαν μέχρι πριν λίγα χρόνια) ξεχωρίζουν: τα έργα που συγκεντρώθηκαν στο Ελεύθερο θέατρο (1886), που περιλαμβάνουν και τα δύο δράματα που έγραψε με σύγχρονο θέμα το 1866 Η επέμβαση και Χίλια φράγκα αμοιβή. Επίσης το Πράγματα που είδα (1887 και 1900), σημειώσεις για ποικίλα επίκαιρα γεγονότα, γραμμένες σε μια πρόζα δημοσιογραφική, ασυνήθως γρήγορη και ζωντανή. Τέλος οι ποιητικές συλλογές της γεροντικής ηλικίας του –Το τέλος του Σατανά (1886), Όλη η λύρα (1888), Θεός (1891)– που στηρίζονται σε φιλοσοφικές αντιλήψεις συχνά νεφελώδεις και μεγαλόστομες, αλλά που διατρέχονται από θαυμαστές ανησυχίες. Κυρίως χάρη σε αυτές τις συλλογές, η λυρική ποίηση του Ο. επανεκτιμάται σήμερα από πολλούς κριτικούς.
Πάνω στην ανθρώπινη προσωπικότητα του Ο. –στη συμπεριφορά του, στις κοινοτοπίες στις οποίες τον έσπρωχνε η μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του, την απύθμενη ρητορεία του, από την οποία δεν κατόρθωσε σχεδόν ποτέ να απελευθερωθεί– έπεσαν βροχή οι δίκαιοι σαρκασμοί των επόμενων γενεών. Για να αντιληφθούμε την τεράστια κοινωνική και λογοτεχνική αίγλη που τον περιέβαλλε όσο ζούσε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ο. που τον άκουγαν σαν προφήτη και ζούσε απομονωμένος σαν μεγαλοφυΐα, ενσάρκωσε, στην περίοδο των συμβιβασμών της δεύτερης αυτοκρατορίας και μετά την επαναφορά της Δημοκρατίας, τα πιο προοδευτικά ιδεώδη της δημοκρατικής αστικής τάξης. Η σκέψη του –μια θρησκεία χωρίς εκκλησίες, μια λατρεία της ανθρωπότητας και της προόδου– καθρέφτιζε λυρικά την αισιοδοξία του αιώνα, ισοζυγίζοντας την με τα θέματα του μυστήριου του σύμπαντος και της έλλειψης ορθολογισμού στο άτομο.
Ένα σκίτσο που έκαμε ο ίδιος ο Ουγκό για τον ήρωά του Γαβριά. Ο Γάλλος συγγραφέας ενσάρκωσε στο έργο του τα πιο προοδευτικά ιδεώδη της δημοκρατικής αστικής τάξης. (Παρίσι, Μουσείο Βικτόρ Ουγκό).
Μια προσωπογραφία τον Βίκτορ Ουγκό, έργο του Λουί Μπουλανζέ.
Dictionary of Greek. 2013.